σηροτροφία — η, Ν η εκτροφή μεταξοσκωλήκων και η παραγωγή μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι» + τροφία (< τρόφος < τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Στέφ. Μαρτζέλλα] … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
σηροτροφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σηροτρόφο ή στην σηροτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηροτροφία / σηροτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Μουσείο Μετάξης (Σουφλίου) — Το μοναδικό στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα τουείδους του στον κόσμο λειτουργεί στο αρχοντικό της οικογένειας του συγγραφέα και πολιτικού Κωνσταντίνου Κουρτίδη στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 73 στο Σουφλί, που κτίστηκε το 1833 από ντόπιους… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μεταξοσκωληκοτροφία — η η εκτροφή μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή μεταξιού, η σηροτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek
σηροτρόφος — ο, Ν αυτός που ασχολείται με την σηροτροφία, που εκτρέφει μεταξοσκώληκες και παράγει βομβύκια, κουκούλια, που είναι η πρώτη ύλη τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι, μεταξοσκώληκας» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ.… … Dictionary of Greek
σκωληκοτροφία — η, Ν η καλλιέργεια τού μεταξοσκώληκα, σηροτροφία, βομβυκοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + τροφία (< τρόφος < τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek